- πολύθεστος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένος («τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή» (πρβλ. ά-θεστος)].
Dictionary of Greek. 2013.